Του Κώστα Πουπάκη
Η υπαγωγή της Ελλάδας στο Μεικτό Μηχανισμό Στήριξης και η υπογραφή των Συμβάσεων Δανεισμού, των επικαιροποιήσεών τους, καθώς και του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος σηματοδότησε την εφαρμογή ενός μείγματος περιοριστικών πολιτικών σκληρής λιτότητας χωρίς αντισταθμιστικά μέτρα οικονομικής ανάκαμψης και ενδυνάμωσης του πλέγματος κοινωνικής προστασίας.
Η «εσωτερική υποτίμηση» που αποτέλεσε τον πυρήνα της πολιτικής του Μνημονίου απέτυχε παταγωδώς λειτουργώντας στην πράξη, αποκλειστικά και μόνο, σε βάρος των μισθών και των συντάξεων. Το διαθέσιμο εισόδημα και η αγοραστική δύναμη των ελλήνων πολιτών συρρικνώθηκαν, γεγονός που οδήγησε στη μεγαλύτερη υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου από το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.
Η έντονη μισθολογική αποδυνάμωση σε συνδυασμό με τις πληθωριστικές πιέσεις, τις μειώσεις στις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, την αύξηση σε φορολογικούς συντελεστές (έκτακτες εισφορές) και έμμεσους φόρους καθήλωσαν τη ζήτηση διαμορφώνοντας συνθήκες ασφυξίας σε μια στεγνή από ρευστότητα αγορά.
Η ακολουθούμενη πολιτική δημιουργεί νέα κοινωνικά, οικονομικά και παραγωγικά αδιέξοδα. Η συνεχιζόμενη μείωση των δημοσίων επενδύσεων επηρεάζει αρνητικά το ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας, την απασχόληση, το απόθεμα και την ποιότητα των υποδομών. Η πραγματική οικονομία βυθίζεται σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και καταδικάζεται σε μόνιμη υπανάπτυξη, την ώρα που το κοινωνικό κράτος αποδομείται. Ο κίνδυνος μαζικής καταστροφής των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων –της ραχοκοκαλιάς της ελληνικής οικονομίας- είναι πλέον πιο ορατός από ποτέ, με τα «λουκέτα» να πολλαπλασιάζονται καθημερινά.
Η διόγκωση της ανεργίας και οι επιπτώσεις των ανατιμήσεων στα ασθενέστερα εισοδηματικά στρώματα διευρύνουν τις ανισότητες και εντείνουν τα φαινόμενα φτώχειας αποδιαρθρώνοντας τον κοινωνικό ιστό.
Η διαφαινόμενη τάση μετανάστευσης του νέου κυρίως επιστημονικού δυναμικού υπονομεύει κάθε προοπτική παραγωγικής αναβάθμισης. Η πλήρης απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, με στόχο τη μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα φθηνού εργασιακού κόστους, όχι μόνο δεν συνέβαλε στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, αλλά στερεί σημαντικούς πόρους από τα Ασφαλιστικά Ταμεία και την κατανάλωση.
Όπως προκύπτει από την εξέλιξη όλων των οικονομικών και κοινωνικών δεικτών, η μέθοδος δημοσιονομικής εξυγίανσης βρίσκεται σε λάθος κατεύθυνση. Η αναπροσαρμογή της τόσο στη σφαίρα της οικονομίας, όσο και στον τομέα της απασχόλησης είναι επιβεβλημένη. Η επίτευξη της μακροοικονομικής ισορροπίας δεν είναι εφικτή χωρίς παραγωγή πλούτου, χωρίς την επανεκκίνηση της οικονομίας με παράλληλη διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής.
Το ανθρώπινο δυναμικό είναι ο κινητήριος μοχλός για την οικονομική ανάπτυξη και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Ε.Ε., άλλωστε, είναι η υψηλής ποιότητας παροχή υπηρεσιών και προϊόντων.
Οι αμοιβές, η ποιότητα στην εργασία και τα ποσοστά απασχόλησης συνδέονται άμεσα με την παραγωγικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η εργασιακή ειρήνη, και κατ’ επέκταση ο κοινωνικός διάλογος και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, είναι βασικοί πυλώνες μιας κοινωνικής οικονομίας της αγοράς θέτοντας τα ελάχιστα όρια για όλες τις εκφάνσεις των εργασιακών σχέσεων, από τα επίπεδα των αμοιβών έως τις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας.
Η ύπαρξη επαρκών μισθών και συντάξεων αναδεικνύεται σε «σημείο κλειδί» για μια δυναμική πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης, αποτελώντας ουσιαστικά την ατμομηχανή της πραγματικής οικονομίας. Με αυτόν τον τρόπο δίνεται η δυνατότητα στους πολίτες να διαθέτουν χρήματα στην αγορά ή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, μέσω είτε της κατανάλωσης είτε της αποταμίευσης αντίστοιχα, δημιουργώντας παράλληλα τις κατάλληλες προϋποθέσεις για μελλοντική αποφυγή της φτώχειας. Η θέσπιση κατώτατων αμοιβών και η αναπροσαρμογή τους ανάλογα με τις τιμές των προϊόντων συνιστά βασικό εργαλείο διατήρησης του πληθωρισμού σε περιόδους ύφεσης-χαμηλής ζήτησης, όπως αυτή που διανύουμε τα τελευταία τρία χρόνια.
Επίσης έτσι δύναται να προκύψουν ικανοποιητικά έσοδα για τα Ασφαλιστικά Ταμεία, σε μια συγκυρία που έχουν ιδιαίτερη ανάγκη για χρηματικές εισροές λόγω του δημογραφικού ζητήματος, της μείωσης της απασχόλησης και της κρίσης του μοντέλου της εξαρτημένης εργασίας. Ενώ και η φορολογική πολιτική αποκτά ουσιαστική αξία και αναπτυξιακό περιεχόμενο μόνο όταν υπάρχουν επαρκή εισοδήματα να φορολογηθούν και όχι όταν εξαντλείται κάθε φοροδοτική ικανότητα των μισθωτών και συνταξιούχων, με ισοπεδωτικούς και κοινωνικά άδικους φόρους, όπως γίνεται σήμερα.
Ταυτόχρονα, διασφαλίζοντας την πρόσβαση σε υπηρεσίες στέγασης-παρέχοντας δυνατότητες για αγορά κατοικίας-, σε επαρκή και υγιεινή σίτιση, στην εκπαίδευση κ.α. επιτυγχάνεται η βελτίωση της υγείας του πληθυσμού, η παραγωγική ευδοκίμηση και η κοινωνική πρόοδος, με συνέπεια την ελάφρυνση των συστημάτων υγείας και του γενικού συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, που αποτελεί σημαντικό κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό. Αντίθετα τα υψηλά ποσοστά υλικής υστέρησης και ανεργίας επιβαρύνουν τα συστήματα υγείας και πρόνοιας, ενώ η οικονομική εξάντληση των εργαζομένων τροφοδοτεί κοινωνικές εντάσεις, διαταράσσοντας κάθε προσπάθεια ανασύνταξης της οικονομίας.
Σε αυτήν την κατεύθυνση πληθαίνουν όλο και περισσότερο οι υπέρμαχοι της καθιέρωσης, και στην Ελλάδα, του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στη βάση της δημιουργίας ενός ισχυρού κοινωνικού δικτύου ασφάλειας. Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, όπου εφαρμόζεται, έχει μετατραπεί από μέσο επιδοματικής πολιτικής σε εργαλείο ενεργητικής επανένταξης των ατόμων στην αγορά εργασίας, καθώς συνδυάζει την εισοδηματική ενίσχυση με ενεργητικές πολιτικές κοινωνικής επανένταξης.
Οι χώρες που διαθέτουν ανάλογα συστήματα εμφάνισαν θετική επίδραση στη μείωση της φτώχειας, πολλαπλάσια από εκείνες (π.χ. Ελλάδα και Ιταλία) που δεν το έχουν θεσμοθετήσει.
Η κοινωνική και αναπτυξιακή του διάσταση, που βρίσκεται σε ευθεία σχέση με το θεμελιώδες δικαίωμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης, την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς και με πολιτικές για την εκπαίδευση, την κατάρτιση, τη βελτίωση των κοινωνικών υπηρεσιών και της υγειονομικής περίθαλψης, με στόχο την καθολική συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή, είναι στοιχεία που διαχρονικά υποστηρίζω, για αυτό και ως ευρωβουλευτής έχω προχωρήσει σε μια σειρά ανάλογων παρεμβάσεων στήριξης μιας τέτοιας προοπτικής
(ερωτήσεις-τροπολογίες που είναι διαθέσιμες στην προσωπική μου ιστοσελίδα www.kpoupakis.gr ).
Η υπαγωγή της Ελλάδας στο Μεικτό Μηχανισμό Στήριξης και η υπογραφή των Συμβάσεων Δανεισμού, των επικαιροποιήσεών τους, καθώς και του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος σηματοδότησε την εφαρμογή ενός μείγματος περιοριστικών πολιτικών σκληρής λιτότητας χωρίς αντισταθμιστικά μέτρα οικονομικής ανάκαμψης και ενδυνάμωσης του πλέγματος κοινωνικής προστασίας.
Η «εσωτερική υποτίμηση» που αποτέλεσε τον πυρήνα της πολιτικής του Μνημονίου απέτυχε παταγωδώς λειτουργώντας στην πράξη, αποκλειστικά και μόνο, σε βάρος των μισθών και των συντάξεων. Το διαθέσιμο εισόδημα και η αγοραστική δύναμη των ελλήνων πολιτών συρρικνώθηκαν, γεγονός που οδήγησε στη μεγαλύτερη υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου από το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.
Η έντονη μισθολογική αποδυνάμωση σε συνδυασμό με τις πληθωριστικές πιέσεις, τις μειώσεις στις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, την αύξηση σε φορολογικούς συντελεστές (έκτακτες εισφορές) και έμμεσους φόρους καθήλωσαν τη ζήτηση διαμορφώνοντας συνθήκες ασφυξίας σε μια στεγνή από ρευστότητα αγορά.
Η ακολουθούμενη πολιτική δημιουργεί νέα κοινωνικά, οικονομικά και παραγωγικά αδιέξοδα. Η συνεχιζόμενη μείωση των δημοσίων επενδύσεων επηρεάζει αρνητικά το ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας, την απασχόληση, το απόθεμα και την ποιότητα των υποδομών. Η πραγματική οικονομία βυθίζεται σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και καταδικάζεται σε μόνιμη υπανάπτυξη, την ώρα που το κοινωνικό κράτος αποδομείται. Ο κίνδυνος μαζικής καταστροφής των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων –της ραχοκοκαλιάς της ελληνικής οικονομίας- είναι πλέον πιο ορατός από ποτέ, με τα «λουκέτα» να πολλαπλασιάζονται καθημερινά.
Η διόγκωση της ανεργίας και οι επιπτώσεις των ανατιμήσεων στα ασθενέστερα εισοδηματικά στρώματα διευρύνουν τις ανισότητες και εντείνουν τα φαινόμενα φτώχειας αποδιαρθρώνοντας τον κοινωνικό ιστό.
Η διαφαινόμενη τάση μετανάστευσης του νέου κυρίως επιστημονικού δυναμικού υπονομεύει κάθε προοπτική παραγωγικής αναβάθμισης. Η πλήρης απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, με στόχο τη μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα φθηνού εργασιακού κόστους, όχι μόνο δεν συνέβαλε στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, αλλά στερεί σημαντικούς πόρους από τα Ασφαλιστικά Ταμεία και την κατανάλωση.
Όπως προκύπτει από την εξέλιξη όλων των οικονομικών και κοινωνικών δεικτών, η μέθοδος δημοσιονομικής εξυγίανσης βρίσκεται σε λάθος κατεύθυνση. Η αναπροσαρμογή της τόσο στη σφαίρα της οικονομίας, όσο και στον τομέα της απασχόλησης είναι επιβεβλημένη. Η επίτευξη της μακροοικονομικής ισορροπίας δεν είναι εφικτή χωρίς παραγωγή πλούτου, χωρίς την επανεκκίνηση της οικονομίας με παράλληλη διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής.
Το ανθρώπινο δυναμικό είναι ο κινητήριος μοχλός για την οικονομική ανάπτυξη και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Ε.Ε., άλλωστε, είναι η υψηλής ποιότητας παροχή υπηρεσιών και προϊόντων.
Οι αμοιβές, η ποιότητα στην εργασία και τα ποσοστά απασχόλησης συνδέονται άμεσα με την παραγωγικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η εργασιακή ειρήνη, και κατ’ επέκταση ο κοινωνικός διάλογος και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, είναι βασικοί πυλώνες μιας κοινωνικής οικονομίας της αγοράς θέτοντας τα ελάχιστα όρια για όλες τις εκφάνσεις των εργασιακών σχέσεων, από τα επίπεδα των αμοιβών έως τις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας.
Η ύπαρξη επαρκών μισθών και συντάξεων αναδεικνύεται σε «σημείο κλειδί» για μια δυναμική πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης, αποτελώντας ουσιαστικά την ατμομηχανή της πραγματικής οικονομίας. Με αυτόν τον τρόπο δίνεται η δυνατότητα στους πολίτες να διαθέτουν χρήματα στην αγορά ή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, μέσω είτε της κατανάλωσης είτε της αποταμίευσης αντίστοιχα, δημιουργώντας παράλληλα τις κατάλληλες προϋποθέσεις για μελλοντική αποφυγή της φτώχειας. Η θέσπιση κατώτατων αμοιβών και η αναπροσαρμογή τους ανάλογα με τις τιμές των προϊόντων συνιστά βασικό εργαλείο διατήρησης του πληθωρισμού σε περιόδους ύφεσης-χαμηλής ζήτησης, όπως αυτή που διανύουμε τα τελευταία τρία χρόνια.
Επίσης έτσι δύναται να προκύψουν ικανοποιητικά έσοδα για τα Ασφαλιστικά Ταμεία, σε μια συγκυρία που έχουν ιδιαίτερη ανάγκη για χρηματικές εισροές λόγω του δημογραφικού ζητήματος, της μείωσης της απασχόλησης και της κρίσης του μοντέλου της εξαρτημένης εργασίας. Ενώ και η φορολογική πολιτική αποκτά ουσιαστική αξία και αναπτυξιακό περιεχόμενο μόνο όταν υπάρχουν επαρκή εισοδήματα να φορολογηθούν και όχι όταν εξαντλείται κάθε φοροδοτική ικανότητα των μισθωτών και συνταξιούχων, με ισοπεδωτικούς και κοινωνικά άδικους φόρους, όπως γίνεται σήμερα.
Ταυτόχρονα, διασφαλίζοντας την πρόσβαση σε υπηρεσίες στέγασης-παρέχοντας δυνατότητες για αγορά κατοικίας-, σε επαρκή και υγιεινή σίτιση, στην εκπαίδευση κ.α. επιτυγχάνεται η βελτίωση της υγείας του πληθυσμού, η παραγωγική ευδοκίμηση και η κοινωνική πρόοδος, με συνέπεια την ελάφρυνση των συστημάτων υγείας και του γενικού συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, που αποτελεί σημαντικό κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό. Αντίθετα τα υψηλά ποσοστά υλικής υστέρησης και ανεργίας επιβαρύνουν τα συστήματα υγείας και πρόνοιας, ενώ η οικονομική εξάντληση των εργαζομένων τροφοδοτεί κοινωνικές εντάσεις, διαταράσσοντας κάθε προσπάθεια ανασύνταξης της οικονομίας.
Σε αυτήν την κατεύθυνση πληθαίνουν όλο και περισσότερο οι υπέρμαχοι της καθιέρωσης, και στην Ελλάδα, του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στη βάση της δημιουργίας ενός ισχυρού κοινωνικού δικτύου ασφάλειας. Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, όπου εφαρμόζεται, έχει μετατραπεί από μέσο επιδοματικής πολιτικής σε εργαλείο ενεργητικής επανένταξης των ατόμων στην αγορά εργασίας, καθώς συνδυάζει την εισοδηματική ενίσχυση με ενεργητικές πολιτικές κοινωνικής επανένταξης.
Οι χώρες που διαθέτουν ανάλογα συστήματα εμφάνισαν θετική επίδραση στη μείωση της φτώχειας, πολλαπλάσια από εκείνες (π.χ. Ελλάδα και Ιταλία) που δεν το έχουν θεσμοθετήσει.
Η κοινωνική και αναπτυξιακή του διάσταση, που βρίσκεται σε ευθεία σχέση με το θεμελιώδες δικαίωμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης, την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς και με πολιτικές για την εκπαίδευση, την κατάρτιση, τη βελτίωση των κοινωνικών υπηρεσιών και της υγειονομικής περίθαλψης, με στόχο την καθολική συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή, είναι στοιχεία που διαχρονικά υποστηρίζω, για αυτό και ως ευρωβουλευτής έχω προχωρήσει σε μια σειρά ανάλογων παρεμβάσεων στήριξης μιας τέτοιας προοπτικής
(ερωτήσεις-τροπολογίες που είναι διαθέσιμες στην προσωπική μου ιστοσελίδα www.kpoupakis.gr ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου